- τετοιώνω
- Ν [τέτοιος]1. (σε περιπτώσεις που ο ομιλητής δεν μπορεί ή δεν θέλει να μεταχειριστεί το κατάλληλο ρήμα) φέρνω κάτι σε πέρας, κάνω κάτι («τό πήρα και... τό τέτοιωσα, ντε...»)2. (ιδιωμ.) συνουσιάζομαι, αλλ. απαυτώνω.
Dictionary of Greek. 2013.